- στρεψοδικία
- η1) мелочные придирки; крючкотворство; казуистика; софистика (книжн.); 2) сутяжничество; 3) кляуза
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρεψοδικία — η, Ν 1. η χρησιμοποίηση κακόπιστων ή σοφιστικών επιχειρημάτων σε μια δίκη 2. (γενικά) σκόπιμη διαστροφή τής αλήθειας 3. (κατ επέκτ.) σοφιστικό επιχείρημα, σόφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεψόδικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν … Dictionary of Greek
στρεψοδικία — η 1. παραπλανητικό επιχείρημα, χρήση κακόπιστων επιχειρημάτων. 2. σκόπιμη διαστροφή της αλήθειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… … Dictionary of Greek
κενολογία — η (ΑΜ κενολογία, Α κενεολογία) [κενολογώ] ομιλία χωρίς νόημα, ματαιολογία, φλυαρία, μωρολογία, αερολογία αρχ. στρεψοδικία … Dictionary of Greek
λεπτολογία — η (Α λεπτολογία) [λεπτολόγος] η λεπτομερής εξέταση ενός πράγματος νεοελλ. η ιδιότητα τού λεπτολόγου αρχ. 1. η σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος 2. η κνιπότης* 3. πάπ. στρεψοδικία, ραδιουργία … Dictionary of Greek
στρεψοδικοπανουργία — και στρεφοδικοπανουργία, ἡ, Α (στον Αριστοφ.) στρεψοδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αορ. ἔστρεψα τού στρέφω + δίκη + πανουργία] … Dictionary of Greek
Καπνίστ, Βασίλι — (Vassily Kapnist, 1757 – 1823). Ρώσος συγγραφέας, ελληνικής καταγωγής, απόγονος της βυζαντινής οικογένειας Καπνίση. Αρχικά υπηρέτησε ως αξιωματικός, αλλά στη συνέχεια παραιτήθηκε από το στράτευμα για να επιδοθεί στη λογοτεχνία. Διετέλεσε… … Dictionary of Greek